άλκιμος

άλκιμος
I
Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων.
1. Ήρωας του Τρωικού πολέμου, γιος του βασιλιά της Πύλου Νηλέα.
2. Πατέρας του Μέντορα, πιστού φίλου του Οδυσσέα.
3. Σικελός ιστορικός, που έγραψε τα Σικελικά στα μέσα του 4ου αι. π.Χ.
4. Στρατηγός του Δημητρίου του Πολιορκητή, που σκοτώθηκε στη Ρόδο το 304 π.Χ.
5. Ρήτορας του 3ου αι. π.Χ.
II
(; – 159 π.Χ.). Αρχιερέας της Ιουδαίας. Στις μέρες του ξέσπασαν οξύτατες διαμάχες ανάμεσα στο κόμμα των ελληνιζόντων και το κόμμα των ιουδαϊζόντων, που οδήγησαν στην καθαίρεσή του από το αρχιερατικό αξίωμα. Μετά τον θάνατο του αντιπάλου του, Ιούδα του Μακκαβαίου, γύρισε στην Ιουδαία και αποκαταστάθηκε στην αρχιερατεία. Το όνομά του είναι εξελληνισμένος τύπος του εβραϊκού Γιακίμ.
* * *
-η, -ο (Α ἄλκιμος, -ον και -ος, -η, -ον) [ἀλκή]
νεοελλ.
ο σωματικά δυνατός, εύρωστος, ρωμαλέος, ακμαίος
αρχ.
1. (για πρόσωπα) δυνατός, γενναίος
2. (για πράγματα) στιβαρός, ανθεκτικός, αποτελεσματικός
3. αυτός που ενισχύει, ενδυναμώνει, τονώνει, βοηθεί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἄλκιμος — stout masc nom sg ἄλκιμος stout masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄλκιμος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άλκιμος — η, ο δυνατός, γενναίος: Καμάρωσαν τα άλκιμα νιάτα που παρέλασαν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Άβιτος, Σέξτος Άλκιμος Έκδικος — (450 – 518 μ.Χ.).Επίσκοπος Βιέννης, άγιος της Καθολικής Εκκλησίας. Καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια, ήταν μορφωμένος, ενάρετος και ανέπτυξε πλούσια αποστολική και συγγραφική δράση. Καταπολέμησε με ιδιαίτερη επιτυχία τις διάφορες αρειανικές …   Dictionary of Greek

  • ἀλκιμώτερον — ἄλκιμος stout adverbial comp ἄλκιμος stout masc acc comp sg ἄλκιμος stout neut nom/voc/acc comp sg ἄλκιμος stout masc acc comp sg ἄλκιμος stout neut nom/voc/acc comp sg ἄλκιμος stout adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλκιμωτάτων — ἄλκιμος stout fem gen superl pl ἄλκιμος stout masc/neut gen superl pl ἄλκιμος stout fem gen superl pl ἄλκιμος stout masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλκιμωτέρων — ἄλκιμος stout fem gen comp pl ἄλκιμος stout masc/neut gen comp pl ἄλκιμος stout fem gen comp pl ἄλκιμος stout masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλκιμώτατα — ἄλκιμος stout adverbial superl ἄλκιμος stout neut nom/voc/acc superl pl ἄλκιμος stout adverbial superl ἄλκιμος stout neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλκιμώτατον — ἄλκιμος stout masc acc superl sg ἄλκιμος stout neut nom/voc/acc superl sg ἄλκιμος stout masc acc superl sg ἄλκιμος stout neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄλκιμον — ἄλκιμος stout masc acc sg ἄλκιμος stout neut nom/voc/acc sg ἄλκιμος stout masc/fem acc sg ἄλκιμος stout neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”